ακριβοχέρης

ακριβοχέρης
-α, -ικο
αυτός που έχει «ακριβό χέρι», σφιχτοχέρης, τσιγγούνης, παραδόπιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο-* + χέρι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακριβοχέρης, -α, -ικο — παραδόπιστος, τσιγκούνης: Ακριβοχέρης όπως ήτανε, ποτέ του δε δάνειζε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”